- στούμπωμα
- το, Ν [στουμπώνω]1. κλείσιμο ανοίγματος με στούμπο, με κόπανο2. τοποθέτηση βουλώματος σε κάτι, στούπωμα3. πλήρωση τού στομάχου με υπερβολική δόση τροφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στούμπωση — η, Ν [στουμπώνω] το στούμπωμα … Dictionary of Greek
φίμωση — η 1. το κλείσιμο του στόματος, το να φιμώσει κανείς κάτι, βούλωμα, στούμπωμα. 2. επιβολή σιγής, σίγηση, κατάπνιξη φωνής: Η φίμωση του τύπου. 3. (ιατρ.), στένωση της πόσθης του πέους, ώστε να εμποδίζεται η αποκάλυψη της βαλάνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)